- βαλσαμέλαιον
- βαλσᾰμ-έλαιον, τό,A = σίλφιον, Sch.Ar.Pl.926.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλσαμέλαιον — βαλσαμέλαιον, το (AM) και βαλσαμόλαιον (Μ) σίλφιο, φαρμακευτικό φυτό … Dictionary of Greek
βαλσαμέλαιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OCULUS Solis — apud Avicennam l. 2. c. 81. Aegypti locus, in quo balsamum nascitur; quemque Dioscorides l. 1. c. 18. solum τινὰ αὐλῶνα, quandam convallem, nuncupat. Oppidum Solis vocatur Plinio l. 6. c. 29. Sed Fontem, non Oculum Solis, reddi debere, firmat… … Hofmann J. Lexicon universale
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek